- χλωροδιαζεποξίδη
- η, Ν(φαρμ.) ηρεμιστικό φάρμακο.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlordiazepoxide].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοτρόπα φάρμακα — Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης… … Dictionary of Greek